- ἀπέλιπόν
- я освятилἀπέλιπον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀπέλιπον — ἀπολείπω leave over aor ind act 3rd pl ἀπολείπω leave over aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)